Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ενεχυροδανειστής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ενεχυροδανειστ
ής
οι
ενεχυροδανειστ
ές
γενική
του
ενεχυροδανειστ
ή
των
ενεχυροδανειστ
ών
αιτιατική
τον
ενεχυροδανειστ
ή
τους
ενεχυροδανειστ
ές
κλητική
ενεχυροδανειστ
ή
ενεχυροδανειστ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ενεχυροδανειστής
<
ενέχυρο
+
-ο-
+
δανειστής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενεχυροδανειστής
αρσενικό
(
θηλυκό
:
ενεχυροδανείστρια
)
(
οικονομία
,
επάγγελμα
) αυτός που
δανείζει
(
χρήματα
) με
ενέχυρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ενεχυροδανειστής
αγγλικά
:
pawnbroker
(en)
γαλλικά
:
prêteur sur gages
(fr)
γερμανικά
:
Pfandleiher
(de)