Ετυμολογία

επεξεργασία
δόρπου λύσις < → δείτε τις λέξεις δόρπου, δόρπον και λύσις

  Έκφραση

επεξεργασία

δόρπου λύσις

  • τόπος συμποσίου
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 10 (11). Ἁγησιδἀμῳ Λοκρῷ Ἐπιζεφυρίῳ παιδὶ πύκτῃ, 47 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (10.46-10.47)
    περὶ δὲ πάξαις Ἄλτιν μὲν ὅγ᾽ ἐν καθαρῷ | διέκρινε, τὸ δὲ κύκλῳ πέδον ἔθηκε δόρπου λύσιν,
    κι έφραξε ολόγυρα την Άλτη, όπου το μέρος ήταν ανοιχτό, | αφήνοντας τη γύραθε πεδιάδα για την αναψυχή και τα συμπόσια,
    Μετάφραση (2004): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr