Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιμόλυση οι αιμολύσεις
      γενική της αιμόλυσης* των αιμολύσεων
    αιτιατική την αιμόλυση τις αιμολύσεις
     κλητική αιμόλυση αιμολύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αιμολύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αιμόλυση < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hémolyse < αρχαία ελληνική αἷμα (αἱμό-) + λύσις [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈmo.li.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αι‐μό‐λυ‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αιμόλυση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις αίμα και λύση

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία