πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αιμολυτικός η αιμολυτική το αιμολυτικό
      γενική του αιμολυτικού της αιμολυτικής του αιμολυτικού
    αιτιατική τον αιμολυτικό την αιμολυτική το αιμολυτικό
     κλητική αιμολυτικέ αιμολυτική αιμολυτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αιμολυτικοί οι αιμολυτικές τα αιμολυτικά
      γενική των αιμολυτικών των αιμολυτικών των αιμολυτικών
    αιτιατική τους αιμολυτικούς τις αιμολυτικές τα αιμολυτικά
     κλητική αιμολυτικοί αιμολυτικές αιμολυτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.mo.li.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αιμολυτικός

αιμολυτικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία