Lösung
Γερμανικά (de) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Lösung | die | Lösungen |
γενική | der | Lösung | der | Lösungen |
δοτική | der | Lösung | den | Lösungen |
αιτιατική | die | Lösung | die | Lösungen |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Lösung (de) θηλυκό
- η λύση (ενός προβλήματος)