↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υδρόλυση οι υδρολύσεις
      γενική της υδρόλυσης* των υδρολύσεων
    αιτιατική την υδρόλυση τις υδρολύσεις
     κλητική υδρόλυση υδρολύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υδρολύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υδρόλυση < υδρό- + λύση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υδρόλυση θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία