υδρόλυση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υδρόλυση | οι | υδρολύσεις |
γενική | της | υδρόλυσης* | των | υδρολύσεων |
αιτιατική | την | υδρόλυση | τις | υδρολύσεις |
κλητική | υδρόλυση | υδρολύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υδρολύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
υδρόλυση θηλυκό
- (χημεία) αντίδραση μιας χημικής ένωσης κατά την οποία μόρια νερού προστίθενται και προκαλούν τη διάσπαση μορίων της ένωσης
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
υδρόλυση στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υδρόλυση
Πηγές
επεξεργασία
- υδρόλυση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- υδρόλυση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- υδρόλυση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)