Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμβαθύνω < (ελληνιστική κοινή) ἐμβαθύνω < ἐν+ βαθύνω

  Ρήμα επεξεργασία

εμβαθύνω

  1. μελετώ ένα θέμα σε βάθος και προσπαθώ να ανακαλύψω κρυμμένες πτυχές, απώτερες συνέπειες κ.λπ.
  2. στοχάζομαι αιτιοκρατικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία