εμβαθύνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εμβαθύνω < (ελληνιστική κοινή) ἐμβαθύνω < ἐν+ βαθύνω
Ρήμα
επεξεργασία
εμβαθύνω
- μελετώ ένα θέμα σε βάθος και προσπαθώ να ανακαλύψω κρυμμένες πτυχές, απώτερες συνέπειες κ.λπ.
- πρέπει να εμβαθύνουμε στις αιτίες του προβλήματος
- στοχάζομαι αιτιοκρατικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εμβαθύνω