Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοαναλύομαι < αυτο- + αναλύομαι < αναλύω

  Ρήμα επεξεργασία

αυτοαναλύομαι

  • αναλύω τον εαυτό μου

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία