αυτοαναλύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααυτοαναλύομαι
- αναλύω τον εαυτό μου
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αυτοαναλύομαι | αυτοαναλυόμουν(α) | θα αυτοαναλύομαι | να αυτοαναλύομαι | ||
β' ενικ. | αυτοαναλύεσαι | αυτοαναλυόσουν(α) | θα αυτοαναλύεσαι | να αυτοαναλύεσαι | (αυτοαναλύου) | |
γ' ενικ. | αυτοαναλύεται | αυτοαναλυόταν(ε) | θα αυτοαναλύεται | να αυτοαναλύεται | ||
α' πληθ. | αυτοαναλυόμαστε | αυτοαναλυόμαστε αυτοαναλυόμασταν |
θα αυτοαναλυόμαστε | να αυτοαναλυόμαστε | ||
β' πληθ. | αυτοαναλύεστε | αυτοαναλυόσαστε αυτοαναλυόσασταν |
θα αυτοαναλύεστε | να αυτοαναλύεστε | (αυτοαναλύεστε) | |
γ' πληθ. | αυτοαναλύονται | αυτοαναλύονταν αυτοαναλυόντουσαν |
θα αυτοαναλύονται | να αυτοαναλύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αυτοαναλύθηκα | θα αυτοαναλυθώ | να αυτοαναλυθώ | αυτοαναλυθεί | ||
β' ενικ. | αυτοαναλύθηκες | θα αυτοαναλυθείς | να αυτοαναλυθείς | αυτοαναλύσου | ||
γ' ενικ. | αυτοαναλύθηκε | θα αυτοαναλυθεί | να αυτοαναλυθεί | |||
α' πληθ. | αυτοαναλυθήκαμε | θα αυτοαναλυθούμε | να αυτοαναλυθούμε | |||
β' πληθ. | αυτοαναλυθήκατε | θα αυτοαναλυθείτε | να αυτοαναλυθείτε | αυτοαναλυθείτε | ||
γ' πληθ. | αυτοαναλύθηκαν αυτοαναλυθήκαν(ε) |
θα αυτοαναλυθούν(ε) | να αυτοαναλυθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αυτοαναλυθεί | είχα αυτοαναλυθεί | θα έχω αυτοαναλυθεί | να έχω αυτοαναλυθεί | αυτοαναλυμένος | |
β' ενικ. | έχεις αυτοαναλυθεί | είχες αυτοαναλυθεί | θα έχεις αυτοαναλυθεί | να έχεις αυτοαναλυθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αυτοαναλυθεί | είχε αυτοαναλυθεί | θα έχει αυτοαναλυθεί | να έχει αυτοαναλυθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αυτοαναλυθεί | είχαμε αυτοαναλυθεί | θα έχουμε αυτοαναλυθεί | να έχουμε αυτοαναλυθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αυτοαναλυθεί | είχατε αυτοαναλυθεί | θα έχετε αυτοαναλυθεί | να έχετε αυτοαναλυθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αυτοαναλυθεί | είχαν αυτοαναλυθεί | θα έχουν αυτοαναλυθεί | να έχουν αυτοαναλυθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτοαναλύομαι