αναλύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναλύομαι < παθητική φωνή του ρήματος αναλύω
Ρήμα
επεξεργασίααναλύομαι, πρτ.: αναλυόμουν(α), στ.μέλλ.: θα αναλυθώ, αόρ.: αναλύθηκα, παθ.φωνή: αναλυμένος, (ενεργ.: αναλύω)
- (για άψυχα με υλική υπόσταση) τέμνομαι σε μικρότερα μέρη, διαλύομαι στα συστατικά μου, κάποιοι αναζητούν τα συστατικά μου, με εξετάζουν ενδελεχώς
- για λέξεις, κείμενα, φαινόμενα κοινωνικά: με κάνουν πιο αναλυτικό, συχνά πιο σαφή, τέμνουν εμένα ή το νόημά μου σε μικρότερα και περισσότερα μέρη, με ερμηνεύουν, προσπαθούν να με ερμηνεύσουν
- (για έμψυχα) λιώνω, διαλύομαι, υπερβάλλω (παρωχημένο) εκτός από τη φράση:
- αναλύθηκε σε λυγμούς (ξέσπασε σε έντονα κλάματα που τράνταζαν το κορμί)
- αναλύθηκε σε γόους