αναλυτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αναλυτός | η | αναλυτή | το | αναλυτό |
γενική | του | αναλυτού | της | αναλυτής | του | αναλυτού |
αιτιατική | τον | αναλυτό | την | αναλυτή | το | αναλυτό |
κλητική | αναλυτέ | αναλυτή | αναλυτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αναλυτοί | οι | αναλυτές | τα | αναλυτά |
γενική | των | αναλυτών | των | αναλυτών | των | αναλυτών |
αιτιατική | τους | αναλυτούς | τις | αναλυτές | τα | αναλυτά |
κλητική | αναλυτοί | αναλυτές | αναλυτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααναλυτός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ αναλυτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας