parse
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
- (γραμματική) ανάλυση λέξης ή πρότασης, συντακτικά ή γραμματικά
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
parse στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρήμα
επεξεργασία
parse (en)
- αναλύω
- (γραμματική) αναλύω λέξη ή πρόταση, συντακτικά ή γραμματικά
- (πληροφορική) αναλύω δεδομένα