αναλυτικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναλυτικότητα < αναλυτικός + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναλυτικότητα θηλυκό
- η ικανότητα / ιδιότητα του να είναι κανείς αναλυτικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναλυτικότητα
|
αναλυτικότητα θηλυκό
|