ανταποκρινόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Μετοχή
επεξεργασία
ανταποκρινόμενος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ανταποκρίνομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανταποκρινόμενος
ανταποκρινόμενος, -η, -ο