Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανταποκρινόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ανταποκρινόμεν
ος
η
ανταποκρινόμεν
η
το
ανταποκρινόμεν
ο
γενική
του
ανταποκρινόμεν
ου
της
ανταποκρινόμεν
ης
του
ανταποκρινόμεν
ου
αιτιατική
τον
ανταποκρινόμεν
ο
την
ανταποκρινόμεν
η
το
ανταποκρινόμεν
ο
κλητική
ανταποκρινόμεν
ε
ανταποκρινόμεν
η
ανταποκρινόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ανταποκρινόμεν
οι
οι
ανταποκρινόμεν
ες
τα
ανταποκρινόμεν
α
γενική
των
ανταποκρινόμεν
ων
των
ανταποκρινόμεν
ων
των
ανταποκρινόμεν
ων
αιτιατική
τους
ανταποκρινόμεν
ους
τις
ανταποκρινόμεν
ες
τα
ανταποκρινόμεν
α
κλητική
ανταποκρινόμεν
οι
ανταποκρινόμεν
ες
ανταποκρινόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ανταποκρινόμενος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
ανταποκρίνομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανταποκρινόμενος
αγγλικά
:
answering
(en)
,
responding
(en)
,
responsive
(en)