Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανταποκρινόμενος η ανταποκρινόμενη το ανταποκρινόμενο
      γενική του ανταποκρινόμενου της ανταποκρινόμενης του ανταποκρινόμενου
    αιτιατική τον ανταποκρινόμενο την ανταποκρινόμενη το ανταποκρινόμενο
     κλητική ανταποκρινόμενε ανταποκρινόμενη ανταποκρινόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανταποκρινόμενοι οι ανταποκρινόμενες τα ανταποκρινόμενα
      γενική των ανταποκρινόμενων των ανταποκρινόμενων των ανταποκρινόμενων
    αιτιατική τους ανταποκρινόμενους τις ανταποκρινόμενες τα ανταποκρινόμενα
     κλητική ανταποκρινόμενοι ανταποκρινόμενες ανταποκρινόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

ανταποκρινόμενος, -η, -ο




  Μεταφράσεις επεξεργασία