Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πηγαινόρχομαι < πηγαίνω + έρχομαι με αποβολή του [ε] για αποφυγή της χασμωδίας (αλλά βλ. και πηγαινοέρχομαι)

  Ρήμα επεξεργασία

πηγαινόρχομαι μόνο στον ενεστώτα (βλ. και πηγαινοέρχομαι)