Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɟelˈmɛc/

gelmek (tr)

  1. έρχομαι
    ⮡  Yarın pikniğe gideceğiz, istersen bizimle gelebilirsin. — Αύριο θα πάμε για πικνίκ, μπορείς να έρθεις μαζί μας αν θέλεις.
  2. φτάνω, πηγαίνω ή έρχομαι ή καταλήγω στον προορισμό μου.
    ⮡  İstanbul'a üç saat önce geldim.Έφτασα στην Κωνσταντινούπολη πριν από τρεις ώρες.
     συνώνυμα: varmak, ulaşmak
  3. (αργκό) τελειώνω, εκσπερματίζω, εκσπερματώνω
    ⮡  Bir saatin sonunda yüzüme geldi.Τελείωσε στο πρόσωπό μου μετά από μία ώρα.
     συνώνυμα: boşalmak
  4. (στο γ' πρόσωπο, με επίθημα "-ası/-esi" και κτητικό επίθημα, για ιδέα ή παρόρμηση)
    ⮡  Onu her gördüğümde dövesim geliyor. — Κάθε φορά που τον βλέπω, μου έρχεται να τον σπάσω στο ξύλο.
    ⮡  Film öyle sıkıcıydı ki kalkıp gidesim geldi. — Η ταινία ήταν τόσο βαρετή που μου ήρθε να σηκωθώ και να φύγω.
     συνώνυμα: içinden gelmek, canı istemek, istemek

Παράγωγα

επεξεργασία