Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

boşalmak (tr)

  1. (αμετάβατο) αδειάζω, απομένω άδειος.
  2. εκσπερματώνω

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία