Portuguese
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
Portuguese | Portuguese |
Επίθετο
επεξεργασία
Portuguese (en)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Portuguese (en)
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Portuguese (en)