Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπαΐρι τα μπαΐρια
      γενική του μπαϊριού των μπαϊριών
    αιτιατική το μπαΐρι τα μπαΐρια
     κλητική μπαΐρι μπαΐρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπαΐρι < τουρκική bayir

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπαΐρι ουδέτερο

  1. (ιδιωματικό) η πλαγιά (ενός βουνού ή λόφου)
  2. (κατ’ επέκταση) χωράφι άγονο ή ακαλλιέργητο

Εκφράσεις επεξεργασία

  • μπαΐρι το κεφάλι: για άνθρωπο απερίσκεπτο που δεν σκέφτεται πολλά ή δεν τον νοιάζουν

  Μεταφράσεις επεξεργασία