πευκοβούνι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πευκοβούνι | τα | πευκοβούνια |
γενική | του | πευκοβουνιού | των | πευκοβουνιών |
αιτιατική | το | πευκοβούνι | τα | πευκοβούνια |
κλητική | πευκοβούνι | πευκοβούνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πευκοβούνι ουδέτερο
- βουνό καλυμμένο από πεύκα
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πευκοβούνι
|