berch
Ουσιαστικό
επεξεργασίαberch (fy)
Μέση ολλανδική (dum)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | berch | berghe |
γενική | berchs | berghe |
δοτική | berghe | berghen |
αιτιατική | berch | berghe |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαberch αρσενικό
berch (fy)
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | berch | berghe |
γενική | berchs | berghe |
δοτική | berghe | berghen |
αιτιατική | berch | berghe |
berch αρσενικό