αζέρικα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αζέρικα | ||
γενική | των | αζέρικων | ||
αιτιατική | τα | αζέρικα | ||
κλητική | αζέρικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αζέρικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αζέρικος στον πληθυντικό
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈze.ɾi.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ζέ‐ρι‐κα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αζέρικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αζέρικα
→ δείτε τη λέξη αζεριανά |
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
αζέρικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αζέρικο