Λευκορωσία

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Λευκορωσία | οι | Λευκορωσίες |
γενική | της | Λευκορωσίας | των | Λευκορωσιών |
αιτιατική | τη | Λευκορωσία | τις | Λευκορωσίες |
κλητική | Λευκορωσία | Λευκορωσίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Λευκορωσία < μεταφραστικό δάνειο από τη λευκορωσική Беларусь[1] < σλαβικής προέλευσης «Μπελάγια Ρους» που σημαίνει «Λευκοί Ρώσοι»
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /lef.ko.ɾoˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λευ‐κο‐ρω‐σί‐α
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Λευκορωσία θηλυκό
- κράτος της ανατολικής Ευρώπης, το οποίο προήλθε από τη διάσπαση της ΕΣΣΔ, με πρωτεύουσα το Μινσκ, επίσημες γλώσσες τη λευκορωσική και τη ρωσική και νόμισμα το λευκορωσικό ρούβλι
- ※ Η ΕΕ υιοθέτησε την πέμπτη δέσμη κυρώσεων κατά της Λευκορωσίας, για τις συνεχιζόμενες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την εργαλειοποίηση των μεταναστών από το καθεστώς Λουκασένκο.
- ΕΕ: Νέες κυρώσεις κατά της Λευκορωσίας, Η Καθημερινή, 2 Δεκεμβρίου 2021
- ※ Η ΕΕ υιοθέτησε την πέμπτη δέσμη κυρώσεων κατά της Λευκορωσίας, για τις συνεχιζόμενες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την εργαλειοποίηση των μεταναστών από το καθεστώς Λουκασένκο.
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Λευκορωσία
Επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)