Esperanto
Γερμανικά (de)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
Esperanto (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό
Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Esperanto < esperi (ελπίζω) + -ant- (μετοχή ενεστώτα) + -o, κυριολεκτικά « αυτός που ελπίζει, ο ελπίζων »
ΠροφοράΕπεξεργασία
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Esperanto (eo)