financa
Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | financa | financaj |
αιτιατική | financan | financajn |
financa (eo)
- οικονομικός, που αφορά το χρήμα
- li havas financajn problemojn - έχει οικονομικά προβλήματα