malrapidiĝo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malrapidiĝo | malrapidiĝoj |
αιτιατική | malrapidiĝon | malrapidiĝojn |
malrapidiĝo (eo)
- (οικονομία) η ύφεση
- ni devas alfronti defiojn pri malrapidiĝo de ekonomio
- πρέπει να αντιμετωπίσουμε προκλήσεις που αφορούν την ύφεση της οικονομίας