υφεσιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαυφεσιακός, -ή, -ό
- (οικονομία) (λόγιο) που έχει σχέση με την ύφεση, αναφέρεται σ’ αυτή, συμβάλλει σ’ αυτή ή τη δημιουργεί
- Αλλά και οι Financial Times σημειώνουν πως οι υφεσιακές πολιτικές με τις οποίες η ευρωζώνη επέλεξε να αντιμετωπίσει την κρίση είναι λανθασμένες, κάτι που όπως υποστηρίζει φαίνεται από την πορεία των περιθωριακών κομμάτων ανά την Ευρώπη, αλλά και τη χθεσινή ψηφοφορία που οδήγησε στην «κατάρρευση» της ελληνικής κυβέρνησης. (*)
Μεταφράσεις
επεξεργασία υφεσιακός
|