συγκεντρώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασυγκεντρώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συγκεντρώνω
- θα συγκεντρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συγκεντρώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίασυγκεντρώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συγκέντρωση