kunveno
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kunveno | kunvenoj |
αιτιατική | kunvenon | kunvenojn |
kunveno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kunveno | kunvenoj |
αιτιατική | kunvenon | kunvenojn |
kunveno (eo)