αφοσιωμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίααφοσιωμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του αφοσιωμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του αφοσιωμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αφοσιωμένος
αφοσιωμένων