dedicated
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈdɛdɪkeɪtəd/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
dedicated (en)
- αφοσιωμένος
- αποκλειστικός, εξειδικευμένος, κατασκευασμένος για συγκεκριμένη χρήση
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία
dedicated (en)
- αόριστος και παθητική μετοχή του ρήματος dedicate