beschäftigen
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /bəˈʃɛftɪɡn̩/ & /bəˈʃɛftɪɡŋ̩/
- ⓘ
- ⓘ
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : be‐schäf‐ti‐gen
Ρήμα
επεξεργασίαbeschäftigen (de)
- απασχολώ
- sich beschäftigen - ασχολούμαι, καταγίνομαι
beschäftigen (de)