↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταπιασμένος η καταπιασμένη το καταπιασμένο
      γενική του καταπιασμένου της καταπιασμένης του καταπιασμένου
    αιτιατική τον καταπιασμένο την καταπιασμένη το καταπιασμένο
     κλητική καταπιασμένε καταπιασμένη καταπιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταπιασμένοι οι καταπιασμένες τα καταπιασμένα
      γενική των καταπιασμένων των καταπιασμένων των καταπιασμένων
    αιτιατική τους καταπιασμένους τις καταπιασμένες τα καταπιασμένα
     κλητική καταπιασμένοι καταπιασμένες καταπιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καταπιασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου. Μορφολογικά αναλύεται σε κατα- + πιασμένος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.ta.pçaˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐πια‐σμέ‐νος

καταπιασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



καταπιασμένος