Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επιλαμβανόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
επιλαμβανόμεν
ος
η
επιλαμβανόμεν
η
το
επιλαμβανόμεν
ο
γενική
του
επιλαμβανόμεν
ου
της
επιλαμβανόμεν
ης
του
επιλαμβανόμεν
ου
αιτιατική
τον
επιλαμβανόμεν
ο
την
επιλαμβανόμεν
η
το
επιλαμβανόμεν
ο
κλητική
επιλαμβανόμεν
ε
επιλαμβανόμεν
η
επιλαμβανόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
επιλαμβανόμεν
οι
οι
επιλαμβανόμεν
ες
τα
επιλαμβανόμεν
α
γενική
των
επιλαμβανόμεν
ων
των
επιλαμβανόμεν
ων
των
επιλαμβανόμεν
ων
αιτιατική
τους
επιλαμβανόμεν
ους
τις
επιλαμβανόμεν
ες
τα
επιλαμβανόμεν
α
κλητική
επιλαμβανόμεν
οι
επιλαμβανόμεν
ες
επιλαμβανόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
επιλαμβανόμενος
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
επιλαμβάνομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επιλαμβανόμενος