Ετυμολογία

επεξεργασία
εκλαμβάνω < αρχαία ελληνική ἐκλαμβάνω < ἐκ + λαμβάνω

εκλαμβάνω

  • αντιμετωπίζω κάτι που λέγεται με έναν ορισμένο τρόπο
    Αυτό τώρα πώς να το εκλάβω; Ως φιλική πρόταση ή ως επίθεση;

  Μεταφράσεις

επεξεργασία