Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιλαβαίνω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

περιλαβαίνω

  1. αναλαμβάνω να ασχοληθώ με κάτι/κάποιον
    κάτσε να τελειώσει το μαγείρεμα και μετά θα περιλάβει το γιόκα της

  Μεταφράσεις επεξεργασία