περιλαβαίνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιλαβαίνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
περιλαβαίνω
- αναλαμβάνω να ασχοληθώ με κάτι/κάποιον
- κάτσε να τελειώσει το μαγείρεμα και μετά θα περιλάβει το γιόκα της
Μεταφράσεις επεξεργασία
περιλαβαίνω
|