λάβε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈla.ve/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λά‐βε
- τονικό παρώνυμο: λαβέ
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαλάβε
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαλάβε
- επικός & ιωνικός τύπος του λαβέ: β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής ενεργητικού ενεστώτα του λαμβάνω
- επικός & ιωνικός τύπος του ἔλαβε: γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του λαμβάνω
- → δείτε παράθεμα στο λαμβάνω