διαλαμβάνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαλαμβάνω < αρχαία ελληνική διαλαμβάνω < διά + λαμβάνω
Ρήμα
επεξεργασίαδιαλαμβάνω
- (λόγιο) λέω, αναφέρω, πραγματεύομαι
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διαλαμβάνω
|
διαλαμβάνω
|