Δείτε επίσης: ευλαβής
Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ εὐλαβής τὸ εὐλαβές οἱ, αἱ εὐλαβεῖς τὰ εὐλαβ
Γενική τοῦ, τῆς εὐλαβοῦς τοῦ εὐλαβοῦς τῶν εὐλαβῶν τῶν εὐλαβῶν
Δοτική τῷ, τῇ εὐλαβεῖ τῷ εὐλαβεῖ τοῖς, ταῖς εὐλαβέσι(ν) τοῖς εὐλαβέσι(ν)
Αιτιατική τὸν, τὴν εὐλαβ τὸ εὐλαβές τοὺς, τὰς εὐλαβεῖς τὰ εὐλαβ
Κλητική εὐλαβές εὐλαβές εὐλαβεῖς εὐλαβ
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική εὐλαβεῖ
Γενική-Δοτική εὐλαβοῖν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εὐλαβής < (εὖ) εὐ- + λαμβάνω (αόριστος: ἔλαβον)

  Επίθετο

επεξεργασία

εὐλαβής -ής -ές

  1. (κυριολεκτικά) αυτός που κρατά σταθερά κάτι
  2. προσεκτικός, συνετός, διακριτικός
  3. διστακτικός, δειλός
  4. (ελληνιστική κοινή) ευλαβής, ευσεβής (στην Καινή Διαθήκη)
  5. που τον αναλαμβάνεις με προσοχή
  6. που είναι εύκολο να τον πιάσει κανείς
    ※  ἡ Πενία δ᾽ ἔμπαλιν ἰξώδης τε καὶ εὐλαβὴς (ευκολόπιαστη) καὶ μυρία τὰ ἄγκιστρα ἐκπεφυκότα ἐξ ἅπαντος τοῦ σώματος ἔχουσα, ὡς πλησιάσαντας εὐθὺς ἔχεσθαι καὶ μὴ ἔχειν ῥᾳδίως ἀπολυθῆναι. Λουκιανός, Τίμων, 29

Συγγενικά

επεξεργασία