Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  εὐλαβέομαι, εὐλαβοῦμαι 
Παρατατικός  ηὐλαβούμην ή εὐλαβούμην 
Μέλλοντας  εὐλαβήσομαι & εὐλαβηθήσομαι 
Αόριστος  ηὐλαβήθην ή εὐλαβήθην 
Παρακείμενος  -ευλάβημαι ή -ηυλάβημαι 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εὐλαβέομαι < λείπει η ετυμολογία

εὐλαβέομαι / εὐλαβοῦμαι (συνηρημένο)

  1. συμπεριφέρομαι προσεκτικά, προσέχω, είμαι διακριτικός, προσεκτικός, προφυλάσσομαι
    ※  5ος/4oς αιώνας πκε Πλάτων, Πολιτεία, 6.507a
    Εὐλαβησόμεθα, ἔφη, κατὰ δύναμιν· ἀλλὰ μόνον λέγε.
    Έγνοια σου και θα λάβομε όλα μας τα μέτρα· μόνο λέγε.
    Μετάφραση (1911), Ιωάννης Γρυπάρης @greek-language.gr
    ※  4oς αιώνας πκε Αριστοτέλης, Ρητορική, (1372a)
    ὃ δὲ μηδείς πω ἠρρώστηκεν, οὐδεὶς εὐλαβεῖται.
    κανείς δεν παίρνει μέτρα απέναντι σε μιαν αρρώστια που δεν χτύπησε ώς τώρα κανέναν.
    Μετάφραση (2002, 2004), Δημήτριος Λυπουρλής @greek-language.gr
  2. έχω την φροντίδα ενός πράγματος
  3. αναμένω, περιμένω ήσυχα, μελετώ με προσοχή
  4. σέβομαι, τιμώ, δείχνω ευλάβεια

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία