μεταλαβαίνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταλαβαίνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μεταλαβαίνω < αρχαία ελληνική μεταλαμβάνω < μετά + λαμβάνω
Ρήμα επεξεργασία
μεταλαβαίνω
- (χριστιανισμός, αμετάβατο) παίρνω τη Θεία Κοινωνία
- (χριστιανισμός, μεταβατικό) δίνω τη Θεία Κοινωνία
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
επεξεργασία
- αμεταλάβητος
- αμετάλαβος
- αμεταλάβωτος (ιδιωματικό)
- μεταλαβιά
- → δείτε τις λέξεις μετά και λαμβάνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταλαβαίνω
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταλαβαίνω < μεταλαμβάνω με τροπή κατά το σχήμα λαμβάνω > λαβαίνω
Ρήμα επεξεργασία
μεταλαβαίνω