Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταλαβαίνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μεταλαβαίνω < αρχαία ελληνική μεταλαμβάνω < μετά + λαμβάνω

  Ρήμα επεξεργασία

μεταλαβαίνω

  1. (χριστιανισμός, αμετάβατο) παίρνω τη Θεία Κοινωνία
  2. (χριστιανισμός, μεταβατικό) δίνω τη Θεία Κοινωνία

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταλαβαίνω < μεταλαμβάνω με τροπή κατά το σχήμα λαμβάνω > λαβαίνω

  Ρήμα επεξεργασία

μεταλαβαίνω

Σύνθετα επεξεργασία