μεταλαβιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεταλαβιά | οι | μεταλαβιές |
γενική | της | μεταλαβιάς | των | μεταλαβιών |
αιτιατική | τη | μεταλαβιά | τις | μεταλαβιές |
κλητική | μεταλαβιά | μεταλαβιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μεταλαβιά < μεταλαβαίνω + -ιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεταλαβιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο) (θρησκεία) η Θεία Κοινωνία
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεταλαβιά
|