Ετυμολογία

επεξεργασία

λαβαίνω

  1. λαμβάνω, παίρνω
    σου χρωστάω δέκα, πάρε τώρα τα μισά κι έχεις να λαβαίνεις άλλα πέντε

Μεταφράσεις

επεξεργασία