Ετυμολογία

επεξεργασία
λαβαίνω < αρχαία ελληνική λαμβάνω

λαβαίνω

  1. λαμβάνω, παίρνω
    σου χρωστάω δέκα, πάρε τώρα τα μισά κι έχεις να λαβαίνεις άλλα πέντε

  Μεταφράσεις

επεξεργασία