λάζομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαλάζομαι αποθετικό ρήμα επικός τύπος του λαμβάνω
- λαμβάνω, δράττομαι, πιάνω, αρπάζω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 365
- πὰρ δέ οἱ Ἶρις ἔβαινε καὶ ἡνία λάζετο χερσί,
- στο πλάγι της η Ίρις κάθισε και τους χαλινούς στα χέρια της επήρε·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- πὰρ δέ οἱ Ἶρις ἔβαινε καὶ ἡνία λάζετο χερσί,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 956 (956-958)
- λάζυσθε φερνὰς τάσδε, παῖδες, ἐς χέρας | καὶ τῇ τυράννῳ μακαρίᾳ νύμφῃ δότε | φέροντες·
- Πάρτε, αγόρια μου, στα χέρια σας τα δώρα τούτα του γάμου | και πηγαίνετε να τα δώσετε στην καλότυχη βασιλική νύφη.
- Μετάφραση (2012): Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
- λάζυσθε φερνὰς τάσδε, παῖδες, ἐς χέρας | καὶ τῇ τυράννῳ μακαρίᾳ νύμφῃ δότε | φέροντες·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 365
Άλλες μορφές
επεξεργασία- επικός τύπος : λάζετο και ἐλάζετο: γ' ενικ. παρατ.
- επικός τύπος : λαζοίατο: γʹ πληθ. ευκτ.
- δωρικός τύπος : λάζεο ή λάσδεο: β' ενικ. προστακτική
- λάζευ: β' ενικ. προστακτική
- λάζυσθε: β' πληθ. προστακτική
- λάζῠμαι: (απαντά σε Ομηρικούς Ύμνους, σε Ευριπίδη και Ιπποκράτη)
- λάζυσθαι: απαρέμφατο
Εκφράσεις
επεξεργασία- ὀδὰξ λαζοίατο γαῖαν: μακάρι να έτρωγαν χώμα, (κατά λέξη: με τα δόντια μακάρι να λάμβαναν χώμα)
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 418 (στίχοι 416-418)
- Ἑκτόρεον δὲ χιτῶνα περὶ στήθεσσι δαΐξαι | χαλκῷ ῥωγαλέον· πολέες δ᾽ ἀμφ᾽ αὐτὸν ἑταῖροι | πρηνέες ἐν κονίῃσιν ὀδὰξ λαζοίατο γαῖαν.»
- και τον Εκτόρειον θώρακα με το σπαθί να σχίσω | στα αιματωμένα στήθη του, κι επίστομα στην σκόνη | γύρω του σύντροφοι πολλοί το χώμα να δαγκάσουν».
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Ἑκτόρεον δὲ χιτῶνα περὶ στήθεσσι δαΐξαι | χαλκῷ ῥωγαλέον· πολέες δ᾽ ἀμφ᾽ αὐτὸν ἑταῖροι | πρηνέες ἐν κονίῃσιν ὀδὰξ λαζοίατο γαῖαν.»
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 418 (στίχοι 416-418)
- (μεταφορικά) πάλινδ' ὅ γε λάζετο μῦθον: πήρε πίσω το λόγο του, δηλ. τον άλλαξε
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 13 (ν. Ὀδυσσέως ἀπόπλους παρὰ Φαιάκων καὶ ἄφιξις εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 254
- οὐδ᾽ ὅ γ᾽ ἀληθέα εἶπε, πάλιν δ᾽ ὅ γε λάζετο μῦθον,
- μόνο που την αλήθεια δεν φανέρωσε, συγκράτησε και πάλι τα λεγόμενά του
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- οὐδ᾽ ὅ γ᾽ ἀληθέα εἶπε, πάλιν δ᾽ ὅ γε λάζετο μῦθον,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 13 (ν. Ὀδυσσέως ἀπόπλους παρὰ Φαιάκων καὶ ἄφιξις εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 254
Πηγές
επεξεργασία- λάζομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λάζομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.