Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ηθικοθρησκευτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ηθικοθρησκευτικ
ός
η
ηθικοθρησκευτικ
ή
το
ηθικοθρησκευτικ
ό
γενική
του
ηθικοθρησκευτικ
ού
της
ηθικοθρησκευτικ
ής
του
ηθικοθρησκευτικ
ού
αιτιατική
τον
ηθικοθρησκευτικ
ό
την
ηθικοθρησκευτικ
ή
το
ηθικοθρησκευτικ
ό
κλητική
ηθικοθρησκευτικ
έ
ηθικοθρησκευτικ
ή
ηθικοθρησκευτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ηθικοθρησκευτικ
οί
οι
ηθικοθρησκευτικ
ές
τα
ηθικοθρησκευτικ
ά
γενική
των
ηθικοθρησκευτικ
ών
των
ηθικοθρησκευτικ
ών
των
ηθικοθρησκευτικ
ών
αιτιατική
τους
ηθικοθρησκευτικ
ούς
τις
ηθικοθρησκευτικ
ές
τα
ηθικοθρησκευτικ
ά
κλητική
ηθικοθρησκευτικ
οί
ηθικοθρησκευτικ
ές
ηθικοθρησκευτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ηθικοθρησκευτικός
<
ηθικός
+
θρησκευτικός
Επίθετο
επεξεργασία
ηθικοθρησκευτικός, -ή, -ό
που αναφέρεται ταυτόχρονα στην
ηθική
και στη
θρησκεία
, με άλλα λόγια στη θρησκευτική ηθική
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ηθικοθρησκευτικός