↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η θρησκειολόγος οι θρησκειολόγοι
      γενική του/της θρησκειολόγου των θρησκειολόγων
    αιτιατική τον/τη θρησκειολόγο τους/τις θρησκειολόγους
     κλητική θρησκειολόγε θρησκειολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θρησκειολόγος < μαρτυρείται από το 1869 στον πληθυντικό[1] < θρησκεί(α) + -ο- + -λόγος,[2] (μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Religionswissenschaftler)[3]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θρησκειολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 476, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. θρησκειολόγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. θρησκειολόγοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)