θρησκειολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θρησκειολογία μαρτυρείται από το 1839 στον Θεόφιλο Καΐρη[1] < θρησκεί(α) + -ο- + -λογία,[2] (μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Religionswissenschaft)[3]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθρησκειολογία θηλυκό
- ο επιστημονικός κλάδος που μελετά τις θρησκείες από ιστορική, φαινομενολογική, ψυχολογική, κοινωνιολογική, ανθρωπολογική και φιλοσοφική άποψη
Συγγενικά
επεξεργασία- θρησκειολογικά (επίρρημα)
- θρησκειολογικός
- θρησκειολόγος
- → και δείτε τις λέξεις θρησκεία, λόγος και λέγω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θρησκειολογία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 476, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ θρησκειολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ θρησκειολογία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)