φαινομενολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φαινομενολογικός < φαινομενολογία
Επίθετο
επεξεργασίαφαινομενολογικός
- σχετικός με τη φαινομενολογία
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φαινομενολογικός
φαινομενολογικός