Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αντίθρησκος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αντίθρησκ
ος
η
αντίθρησκ
η
το
αντίθρησκ
ο
γενική
του
αντίθρησκ
ου
της
αντίθρησκ
ης
του
αντίθρησκ
ου
αιτιατική
τον
αντίθρησκ
ο
την
αντίθρησκ
η
το
αντίθρησκ
ο
κλητική
αντίθρησκ
ε
αντίθρησκ
η
αντίθρησκ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αντίθρησκ
οι
οι
αντίθρησκ
ες
τα
αντίθρησκ
α
γενική
των
αντίθρησκ
ων
των
αντίθρησκ
ων
των
αντίθρησκ
ων
αιτιατική
τους
αντίθρησκ
ους
τις
αντίθρησκ
ες
τα
αντίθρησκ
α
κλητική
αντίθρησκ
οι
αντίθρησκ
ες
αντίθρησκ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αντίθρησκος
<
αντι-
+
θρησκεία
+
-ος
Επίθετο
επεξεργασία
αντίθρησκος, -η, -ο
που είναι
εναντίον
κάποιας
θρησκείας
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
θρησκεία
και
θρήσκος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αντίθρησκος