вера
Ρωσικά (ru)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- вера < παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική вѣра < πρωτοσλαβική *věra < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *weh₁ro- (αλήθεια)· συγγενές με το (λατινικά) verus
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
вера (ru)
![]() |
вера (ru)