πιστού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πιστού < (άμεσο δάνειο) γαλλική pistou
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /piˈstu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐στού
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πιστού θηλυκό ή ουδέτερο, άκλιτο
- (γαστρονομία) σάλτσα με βασιλικό, σκόρδο και λάδι (σπεσιαλιτέ της Προβηγκίας), αντίστοιχη της ιταλικής πέστο